- δυσέξοδος
- δυσέξοδος, -ον (AM)αυτός από τον οποίο εξέρχεται κανείς με δυσκολίααρχ.δυσθεράπευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσέξοδος — hard to get out of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσέξοδον — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem acc sg δυσέξοδος hard to get out of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξόδοις — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξόδους — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσέξοδα — δυσέξοδος hard to get out of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσέξοδοι — δυσέξοδος hard to get out of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek